περιστεφανίς

περιστεφανίς
περιστεφ-ᾰνίς, ίδος, ,
A coronary vein of the hoof, Hippiatr.117.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιστεφανίς — ίδος, ἡ, Μ φλέβα που βρίσκεται γύρω από τη στεφάνη τής οπλής τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στεφάνη] …   Dictionary of Greek

  • περιστεφανίδα — περιστεφανίς coronary vein fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστεφανίδι — περιστεφανίς coronary vein fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστεφανίδος — περιστεφανίς coronary vein fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”